χριστό

χριστό
πίττα η см. χριστόψωμο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χριστό" в других словарях:

  • Μπότεφ, Χρίστο — (Κάλοφερ 1848 – Βράτκα 1876). Βούλγαρος ποιητής και πατριώτης. Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει στη Ρωσία και εκεί, στην Οδησσό, γνώρισε τον κόσμο των επαναστατών και των διανοούμενων που τον επηρέασαν βαθύτατα. Η ιδεολογία του ρωσικού… …   Dictionary of Greek

  • Ραντέφσκι Χρίστο — Βούλγαρος ποιητής. Γεννήθηκε το 1903. Από το 1927 ήταν μέλος του Κομουνιστικού κόμματος της Βουλγαρίας και γραμματέας της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων (1949 58). Ασχολήθηκε με τη ρομανική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σόφιας. Στα έργα του Σφυγμός …   Dictionary of Greek

  • Φλόκι, Χρίστο — (Floqi, Κορυτσά 1873 – 1949). Αλβανός θεατρικός συγγραφέας. Έχει γράψει δράματα και κωμωδίες με θέματα ερωτικά, αντλημένα από τη μικροαστική τάξη. Από τα έργα του, που είναι πλούσια σε χιούμορ, τα αξιολογότερα είναι Αδελφότητα και ενδιαφέρον… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • χριστόληπτος — και χριστόλημπτος, ον, ΜΑ εκκλ. αυτός που κατέχεται από τον Χριστό, που καταλαμβάνεται από έμπνευση προερχόμενη από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος. Για τον δ. τ. χριστό λημπτος πρβλ. τα σύνθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»